πολυβαθής

πολυβαθής
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο-βαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυβαθής — very deep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβαθεῖς — πολυβαθής very deep masc/fem acc pl πολυβαθής very deep masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβαθοῦς — πολυβαθής very deep masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβαθέσιν — πολυβαθής very deep masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυβενθής — ές, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο βάθος, πολυβαθής* («πολυβενθὴς λίμνη», Απολλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βενθής (< βένθος, τό «βυθός»), πρβλ. κυανο βενθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”